ἠνεκές

ἠνεκές
ἠνεκής
bearing onwards
masc/fem voc sg
ἠνεκής
bearing onwards
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δόρυ — Μακρύ κοντάρι με αιχμηρό άκρο, που το χρησιμοποίησαν ως όπλο οι λαοί της αρχαιότητας και είναι διαδεδομένο ακόμα και σήμερα σε πρωτόγονες φυλές. Για να έχει πιο αποτελεσματική και μακρόχρονη χρήση, το άκρο του δ. ήταν ενισχυμένο, από πολύ παλιά,… …   Dictionary of Greek

  • ενεγκείν — ἐνεγκεῑν (Α) απρμφ. αόρ. τού φέρω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αν δεχθούμε ως αρχική τη δισύλλαβη ρίζα *enek, τότε η ετεροιωμένη μορφή *enok (με αττικό αναδιπλασιασμό και δάσυνση) απαντά στον ενεργητικό παρακμ. εν ήνοχ α, ενώ η μηδενισμένη βαθμίδα *enk, που… …   Dictionary of Greek

  • ηνεκής — ἠνεκής, ές (Α) 1. αυτός που φέρει, που οδηγεί μπροστά, που εκτείνεται μακριά 2. εκτεταμένος, πλατύς, μακρύς 3. (το ουδ. ως επίρρ.) ἠνεκές χωρίς διακοπή, συνεχώς. επίρρ... ἠνεκέως (Α) αδιάκοπα, συνεχώς. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. διηνεκής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”